Ήμουν φωτιά,
πάντα το ένιωθα ότι ήμουν,
ότι διέφερα απ’ τους άλλους,
για λόγους
που μόνο εγώ και κάποιοι φίλοι μου καταλαβαίναμε.
Δέθηκα ή με έδεσαν σε ένα πάσσαλο
-αυτό δεν το ξεκαθάρισα ακόμα-
στην άκρη μιας ακτής,
πόλη με τους δρόμους της και τα σπίτια της, τη λέμε.
Τα νερά,
-οι άλλοι άνθρωποι δηλαδή -
με χτυπούσαν, με χάιδευαν…
Η παλίρροια ανέβηκε πολλές φορές και με κάλυψε,
ρούφηξα νερό,
κράτησα λίγο στις χούφτες μου,
κράτησα λίγο στις χούφτες μου,
έφτυσα νερό
πάνω μου αλλά και στο πρόσωπο κάποιων,
όμως δεν έσβησε η φλόγα μου,
γιατί σκεφτόμουν τα παιδικά μου όνειρα!
Αυτά, τα τελευταία, δεν σβήνουν ποτέ από τις αναμνήσεις μας,
έχουν μια άλλη γλυκύτητα, μοναδική...
Αυτά, τα τελευταία, δεν σβήνουν ποτέ από τις αναμνήσεις μας,
έχουν μια άλλη γλυκύτητα, μοναδική...
... η ίδια φλόγα υπήρχε και στους καρπούς μου
και στους αστραγάλους μου…
Τα δίχτυα ( τους) κάποια στιγμή θα καίγονταν
πάνω στον πάσσαλο!
Πάντα το ήξερα ότι θα συνέβαινε,
εκείνοι δεν το ήξεραν,
γιατί έβλεπαν ότι ήθελαν να βλέπουν
σε εμένα:
ένα ψάρι,
πιασμένο, μπλεγμένο και αγκιστρωμένο!
ένα ψάρι,
πιασμένο, μπλεγμένο και αγκιστρωμένο!
Λάθος τους…
... και παραμένω φωτιά
κρατώντας λίγη ποσότητα νερού, πάνω στο κορμί μου,
για να με δροσίζει!
... και παραμένω φωτιά
κρατώντας λίγη ποσότητα νερού, πάνω στο κορμί μου,
για να με δροσίζει!
19 Αυγούστου 2010